- σατιριστής
- ο, θηλ. σατιρίστρια Ν [σατιρίζω]αυτός που έχει την τάση να σατιρίζει, σατιρικός, σκωπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σατιριστής — ο αυτός που έχει την τάση να σατιρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κονεμένος — Επώνυμο οικογένειας από την Πρέβεζα, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στις επιστήμες και στα γράμματα και κατέλαβαν πολιτικά αξιώματα. Σύμφωνα με οικογενειακή παράδοση, η οποία αναφέρεται και από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, η οικογένεια Κ. προερχόταν από… … Dictionary of Greek